Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιγγενεσία οι παλιγγενεσίες
      γενική της παλιγγενεσίας των παλιγγενεσιών
    αιτιατική την παλιγγενεσία τις παλιγγενεσίες
     κλητική παλιγγενεσία παλιγγενεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιγγενεσία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παλιγγενεσία < αρχαία ελληνική πάλιν + γένεσις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.liŋ.ɡe.neˈsi.a/ & /pa.liŋ.ʝe.neˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λιγ‐γε‐νε‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιγγενεσία θηλυκό

  1. αρχή νέας ζωής, η ανάσταση, η αναγέννηση
    Η παλιγγενεσία αποτελεί εντροπική έκφανση. Το νέο έχει δική του υπόσταση, και σε βάθος γενεών η συσχέτιση με το παρελθόν καθίσταται περισσότερο συναισθηματική παρά θεμελιώδης.
  2. (ειδικότερα) με ιστορική σημασία έχοντας σχέση με την ανεξαρτησία και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μετά από την επανάσταση του 1821

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παλιγγενεσί αἱ παλιγγενεσίαι
      γενική τῆς παλιγγενεσίᾱς τῶν παλιγγενεσιῶν
      δοτική τῇ παλιγγενεσί ταῖς παλιγγενεσίαις
    αιτιατική τὴν παλιγγενεσίᾱν τὰς παλιγγενεσίᾱς
     κλητική ! παλιγγενεσί παλιγγενεσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παλιγγενεσί
γεν-δοτ τοῖν  παλιγγενεσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιγγενεσία < αρχαία ελληνική πάλιν + γένεσ(ις) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιγγενεσία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία