πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιγγενεσία οι παλιγγενεσίες
      γενική της παλιγγενεσίας των παλιγγενεσιών
    αιτιατική την παλιγγενεσία τις παλιγγενεσίες
     κλητική παλιγγενεσία παλιγγενεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλιγγενεσία θηλυκό

  1. αρχή νέας ζωής, η ανάσταση, η αναγέννηση
    Η παλιγγενεσία αποτελεί εντροπική έκφανση. Το νέο έχει δική του υπόσταση, και σε βάθος γενεών η συσχέτιση με το παρελθόν καθίσταται περισσότερο συναισθηματική παρά θεμελιώδης.
  2. (ειδικότερα) με ιστορική σημασία έχοντας σχέση με την ανεξαρτησία και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μετά από την επανάσταση του 1821

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παλιγγενεσί αἱ παλιγγενεσίαι
      γενική τῆς παλιγγενεσίᾱς τῶν παλιγγενεσιῶν
      δοτική τῇ παλιγγενεσί ταῖς παλιγγενεσίαις
    αιτιατική τὴν παλιγγενεσίᾱν τὰς παλιγγενεσίᾱς
     κλητική ! παλιγγενεσί παλιγγενεσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παλιγγενεσί
γεν-δοτ τοῖν  παλιγγενεσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία