↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντούζικος η ντούζικη το ντούζικο
      γενική του ντούζικου της ντούζικης του ντούζικου
    αιτιατική τον ντούζικο την ντούζικη το ντούζικο
     κλητική ντούζικε ντούζικη ντούζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντούζικοι οι ντούζικες τα ντούζικα
      γενική των ντούζικων των ντούζικων των ντούζικων
    αιτιατική τους ντούζικους τις ντούζικες τα ντούζικα
     κλητική ντούζικοι ντούζικες ντούζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντούζικος < οθωμανική τουρκική دوز‎ (düz, ίσιος, ευθύς) (τουρκική düz < προέλευσης από την πρωτοτουρκική + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

ντούζικος, -η, -ο

  1. (ιδιωματικό) ίσος, ευθύς
  2. (ιδιωματικό) δυνατός, γερός
  3. (ιδιωματικό, ναυτικός όρος) χαρακτηρισμός κανονικού / στρωτού ανέμου
  4. (ιδιωματικό) (ουσιαστικοποιημένο) ντούζικο: είδος ούζου / ρακής

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία