↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντούζικο τα ντούζικα
      γενική του ντούζικου των ντούζικων
    αιτιατική το ντούζικο τα ντούζικα
     κλητική ντούζικο ντούζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντούζικο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ντούζικος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντούζικο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ντούζικο