ντοκιμαντερικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντοκιμαντερικός < ντοκιμαντέρ + -ικός < γαλλική documentaire < document + -aire < λατινική documentum < doceo < πρωτοϊταλική *dokeō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱ-
Επίθετο επεξεργασία
ντοκιμαντερικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το ντοκιμαντέρ, συμβάλλει ή αναφέρεται σ' αυτό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντοκιμαντερικός αρσενικό
- που δημιουργεί ντοκιμαντέρ ή τα χρησιμοποιεί ως (κύριο) μέσο έκφρασης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ντοκιμαντέρ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντοκιμαντερικός
|