↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηπενθής η νηπενθής το νηπενθές
      γενική του νηπενθούς* της νηπενθούς του νηπενθούς
    αιτιατική τον νηπενθή τη νηπενθή το νηπενθές
     κλητική νηπενθή(ς) νηπενθής νηπενθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηπενθείς οι νηπενθείς τα νηπενθή
      γενική των νηπενθών των νηπενθών των νηπενθών
    αιτιατική τους νηπενθείς τις νηπενθείς τα νηπενθή
     κλητική νηπενθείς νηπενθείς νηπενθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηπενθής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νηπενθής < νη- + πένθ(ος) + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

νηπενθής, -ής, -ές

  1. που δεν πενθεί, που δεν αισθάνεται λύπη
  2. που δεν προξενεί λύπη
    ⮡  Νηπενθή (Συλλογή ποιημάτων του Κώστα Καρυωτάκη)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ νηπενθής τὸ νηπενθές οἱ, αἱ νηπενθεῖς τὰ νηπενθ
Γενική τοῦ, τῆς νηπενθοῦς τοῦ νηπενθοῦς τῶν νηπενθῶν τῶν νηπενθῶν
Δοτική τῷ, τῇ νηπενθεῖ τῷ νηπενθεῖ τοῖς, ταῖς νηπενθέσι(ν) τοῖς νηπενθέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν νηπενθ τὸ νηπενθές τοὺς, τὰς νηπενθεῖς τὰ νηπενθ
Κλητική νηπενθές νηπενθές νηπενθεῖς νηπενθ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική νηπενθεῖ
Γενική-Δοτική νηπενθοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηπενθής < νη- + πένθ(ος) + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

νηπενθής, -ής, -ές (επίρρημα: νηπενθῶς)

  1. που δεν πενθεί, που δεν αισθάνεται λύπη, που αποβάλλει το πένθος ή τη λύπη
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 220 (στίχοι 220-221) αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον, / νηπενθές τ᾽ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων
    κάποιο βοτάνι επήρε κι έριξε μες στο κρασί που επίναν, / ξαρρωστικό του πόνου, ανέχολο, λησμονικό της πίκρας (Μετάφραση: Καζαντζάκης/Κακριδής)
  2. χαρακτηριστικό επίθετο του θεού Απόλλωνα

Συνώνυμα

επεξεργασία