νηπενθής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νηπενθής < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική νηπενθής < νη- + πένθ(ος) + -ής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
νηπενθής, -ής, -ές
- που δεν πενθεί, που δεν αισθάνεται λύπη
- που δεν προξενεί λύπη
- ↪ Νηπενθή (Συλλογή ποιημάτων του Κώστα Καρυωτάκη)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ νηπενθής | τὸ νηπενθές | οἱ, αἱ νηπενθεῖς | τὰ νηπενθῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς νηπενθοῦς | τοῦ νηπενθοῦς | τῶν νηπενθῶν | τῶν νηπενθῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ νηπενθεῖ | τῷ νηπενθεῖ | τοῖς, ταῖς νηπενθέσι(ν) | τοῖς νηπενθέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν νηπενθῆ | τὸ νηπενθές | τοὺς, τὰς νηπενθεῖς | τὰ νηπενθῆ |
Κλητική | νηπενθές | νηπενθές | νηπενθεῖς | νηπενθῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | νηπενθεῖ | |||
Γενική-Δοτική | νηπενθοῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
νηπενθής, -ής, -ές (επίρρημα: νηπενθῶς)
- που δεν πενθεί, που δεν αισθάνεται λύπη, που αποβάλλει το πένθος ή τη λύπη
- χαρακτηριστικό επίθετο του θεού Απόλλωνα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- νηπενθής στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «νηπενθής» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.