↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νάφθα οι νάφθες
      γενική της νάφθας των ναφθών
    αιτιατική τη νάφθα τις νάφθες
     κλητική νάφθα νάφθες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νάφθα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νάφθα.[1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νάφθα θηλυκό

  1. γενική ονομασία κάθε μείγματος εύφλεκτων και πτητικών υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται για αραίωση ή καθαρισμό
    ※  Απόσπασμα από το βιβλίο Χημείας Β' Λυκείου Γενικής Παιδείας, Ενότητα 2.2 Νάφθα - Πετροχημικά, ※  @ebooks.edu.gr
    Νάφθα είναι το κλάσμα της απόσταξης του αργού πετρελαίου που βρίσκεται μεταξύ της βενζίνης και της κηροζίνης. Το κλάσμα αυτό αποτελείται κυρίως από αλκάνια με 5 έως 9 άτομα άνθρακα.
  2. (γενικότερα) ακάθαρτο πετρέλαιο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. νάφθα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. νάφθαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νάφθα < Κατά τον Μπαμπινιώτη η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Δάνειο ανατολικής προέλευσης. Ίσως σχετίζεται με ινδοϊρανικές λέξεις με αρχικό θέμα *nab- (είμαι υγρός). Ίσως σχετίζεται με την περσική نفت (naft, πετρέλαιο). Κατά μία άλλη εκδοχή συνδέεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nebʰ-. Δεν αποκλείεται η μη ινδοευρωπαϊκή προέλευση της λέξης.[1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νάφθα, -ης/-α θηλυκό ή ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • πολύ εύφλεκτο έλαιο το οποίο λαμβάνονταν από τη βαβυλωνιακή άσφαλτο, ένα είδος πίσσας
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 16.1, 15 @perseus.tufts.edu @wikisource
    Γίνεται δ᾽ ἐν τῆι Βαβυλωνίαι καὶ ἄσφαλτος πολλή͵ περὶ ἧς Ἐρατοσθένης μὲν οὕτως εἴρηκεν ὅτι ἡ μὲν ὑγρὰ ἣν καλοῦσι νάφθαν͵ γίνεται ἐν τῆι Σουσίδι͵ ἡ δὲ ξηρὰ δυναμένη πήττεσθαι ἐν τῆι Βαβυλωνίαι· ταύτης δ᾽ ἐστὶν ἡ πηγὴ τοῦ Εὐφράτου πλησίον· πλημμύροντος δὲ τούτου κατὰ τὰς τῶν χιόνων τήξεις καὶ αὐτὴ πληροῦται καὶ ὑπέρχυσιν εἰς τὸν ποταμὸν λαμβάνει· ἐνταῦθα δὲ συνίστανται βῶλοι μεγάλαι πρὸς τὰς οἰκοδομὰς ἐπιτήδειαι τὰς διὰ τῆς ὀπτῆς πλίνθου. ἄλλοι δὲ καὶ τὴν ὑγρὰν ἐν τῆι Βαβυλωνίαι γίνεσθαί φασι. περὶ μὲν οὖν τῆς ξηρᾶς εἴρηται πόσον τὸ χρήσιμον τὸ ἐκ τῶν οἰκοδομιῶν μάλιστα· φασὶ δὲ καὶ πλοῖα πλέκεσθαι͵ ἐμπλασθέντα δ᾽ ἀσφάλτωι πυκνοῦσθαι. τὴν δὲ ὑγρὰν ἣν νάφθαν καλοῦσι͵ παράδοξον ἔχειν συμβαίνει τὴν φύσιν· προσαχθεὶς γὰρ ὁ νάφθας πυρὶ πλησίον ἀναρπάζει τὸ πῦρ͵ κἂν ἐπιχρίσας αὐτῶι σῶμα προσαγάγηις͵ φλέγεται·
    ※  1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 1, 66.68 , p.73.2, @scaife.perseus
    καλεῖται δέ τις καὶ νάφθα, ὅπερ ἐστὶ τῆς Βαβυλωνίου 2 ἀσφάλτου περιήθημα, τῳ χρώματι λευκόν, εὑρίσκεται δὲ καὶ μέλαν. δύναμιν δὲ ἔχει ἁρπακτικὴν πυρὸς ὥστε καὶ ἐκ διαστήματος ἁρπάζειν τοῦτο, ὅπερ πρὸς ὑποχύσεις χρησιμεύει καὶ λευκώματα.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. νάφθα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. νάφθα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)