Δείτε επίσης: μονοφωνικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόφωνος η μονόφωνη το μονόφωνο
      γενική του μονόφωνου της μονόφωνης του μονόφωνου
    αιτιατική τον μονόφωνο τη μονόφωνη το μονόφωνο
     κλητική μονόφωνε μονόφωνη μονόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόφωνοι οι μονόφωνες τα μονόφωνα
      γενική των μονόφωνων των μονόφωνων των μονόφωνων
    αιτιατική τους μονόφωνους τις μονόφωνες τα μονόφωνα
     κλητική μονόφωνοι μονόφωνες μονόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόφωνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monophonous[1] < monophony < ελληνιστική κοινή μονόφωνος < αρχαία ελληνική μόνος + φωνή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈno.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νό‐φω‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

μονόφωνος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μονόφωνος τὸ μονόφωνον
      γενική τοῦ/τῆς μονοφώνου τοῦ μονοφώνου
      δοτική τῷ/τῇ μονοφών τῷ μονοφών
    αιτιατική τὸν/τὴν μονόφωνον τὸ μονόφωνον
     κλητική ! μονόφωνε μονόφωνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μονόφωνοι τὰ μονόφων
      γενική τῶν μονοφώνων τῶν μονοφώνων
      δοτική τοῖς/ταῖς μονοφώνοις τοῖς μονοφώνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μονοφώνους τὰ μονόφων
     κλητική ! μονόφωνοι μονόφων
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μονοφώνω τὼ μονοφώνω
      γεν-δοτ τοῖν μονοφώνοιν τοῖν μονοφώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόφωνος < αρχαία ελληνική μόνος + φωνή

  Επίθετο επεξεργασία

μονόφωνος

  1. (ελληνιστική κοινή) (μουσική) μονόφωνος
  2. (ελληνιστική κοινή) κωφάλαλος

  Πηγές επεξεργασία