μονόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονόφωνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monophonous[1] < monophony < ελληνιστική κοινή μονόφωνος < αρχαία ελληνική μόνος + φωνή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moˈno.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐φω‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαμονόφωνος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονόφωνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονόφωνος < αρχαία ελληνική μόνος + φωνή
Επίθετο
επεξεργασίαμονόφωνος
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- μονόφωνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ μονόφωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας