μονοκράτωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μονοκράτωρ | οι | μονοκράτορες |
γενική | του | μονοκράτορος | των | μονοκρατόρων |
αιτιατική | τον | μονοκράτορα | τους | μονοκράτορες |
κλητική | μονοκράτορ | μονοκράτορες | ||
Δείτε και το νεότερο «μονοκράτορας». | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονοκράτωρ → δείτε τη λέξη μονοκράτορας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοκράτωρ αρσενικό
- (απαρχαιωμένο) παρωχημένη μορφή του μονοκράτορας, για αναφορά σε παλιότερους όρους
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοκράτωρ
→ δείτε τη λέξη μονοκράτορας |
Πηγές
επεξεργασία- μονοκράτωρ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονοκράτωρ (4ος αιώνας). Συγχρονικά αναλύεται σε μονο- + -κράτωρ.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοκράτωρ αρσενικό (θηλυκό μονοκρατόρισσα)
- μονοκράτορας
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μονοκράτωρ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μονοκράτωρ | οἱ | μονοκράτορες | ||||
γενική | τοῦ | μονοκράτορος | τῶν | μονοκρατόρων | ||||
δοτική | τῷ | μονοκράτορῐ | τοῖς | μονοκράτορσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | μονοκράτορᾰ | τοὺς | μονοκράτορᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μονοκράτορ | μονοκράτορες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονοκράτορε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μονοκρατόροιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονοκράτωρ, λέξη του 4ου αιώνα κε < → λείπει η ετυμολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε μονο- + -κράτωρ.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοκράτωρ, -ορος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) μονοκράτορας, απόλυτος κυρίαρχος
Πηγές
επεξεργασία- μονοκράτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.