Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονοκράτωρ οι μονοκράτορες
      γενική του μονοκράτορος των μονοκρατόρων
    αιτιατική τον μονοκράτορα τους μονοκράτορες
     κλητική μονοκράτορ μονοκράτορες
Δείτε και το νεότερο «μονοκράτορας».
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονοκράτωρ → δείτε τη λέξη μονοκράτορας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοκράτωρ αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονοκράτωρ (4ος αιώνας). Συγχρονικά αναλύεται σε μονο- + -κράτωρ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοκράτωρ αρσενικό (θηλυκό μονοκρατόρισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μονοκράτωρ οἱ μονοκράτορες
      γενική τοῦ μονοκράτορος τῶν μονοκρατόρων
      δοτική τῷ μονοκράτορ τοῖς μονοκράτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν μονοκράτορ τοὺς μονοκράτορᾰς
     κλητική ! μονοκράτορ μονοκράτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονοκράτορε
γεν-δοτ τοῖν  μονοκρατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοκράτωρ, λέξη του 4ου αιώνα κε < λείπει η ετυμολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε μονο- + -κράτωρ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοκράτωρ, -ορος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία