Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονοκράτορας οι μονοκράτορες
      γενική του μονοκράτορα των μονοκρατόρων
    αιτιατική τον μονοκράτορα τους μονοκράτορες
     κλητική μονοκράτορα μονοκράτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοκράτορας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοκράτορας αρσενικό

  • ο αυτοκράτορας που βασιλεύει μόνος του σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας του, ιδίως μετά από μια περίοδο συνύπαρξης περισσότερων αυτοκρατόρων που διοικούσαν διαφορετικά τμήματα του κράτους

  Μεταφράσεις επεξεργασία