κοσμοκράτωρ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοσμοκράτωρ < ελληνιστική κοινή κοσμοκράτωρ < αρχαία ελληνική κόσμος + κρατέω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοσμοκράτωρ αρσενικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κοσμοκράτωρ
|
κοσμοκράτωρ αρσενικό
|