Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοσμοκράτωρ οι κοσμοκράτορες
      γενική του κοσμοκράτορος των κοσμοκρατόρων
    αιτιατική τον κοσμοκράτορα τους κοσμοκράτορες
     κλητική κοσμοκράτορ κοσμοκράτορες
Δείτε και το νεότερο «κοσμοκράτορας».
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοσμοκράτωρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμοκράτωρ αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοσμοκράτωρ. Συγχρονικά αναλύεται σε κοσμο- + -κράτωρ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμοκράτωρ αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοσμοκράτωρ οἱ κοσμοκράτορες
      γενική τοῦ κοσμοκράτορος τῶν κοσμοκρατόρων
      δοτική τῷ κοσμοκράτορ τοῖς κοσμοκράτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κοσμοκράτορ τοὺς κοσμοκράτορᾰς
     κλητική ! κοσμοκράτορ κοσμοκράτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοσμοκράτορε
γεν-δοτ τοῖν  κοσμοκρατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμοκράτωρ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κοσμο- + -κράτωρ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμοκράτωρ αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία