κοσμοκράτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοσμοκράτορας < ελληνιστική κοινή κοσμοκράτωρ < αρχαία ελληνική + κρατέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμοκράτορας αρσενικό (θηλυκό: κοσμοκράτειρα & κοσμοκρατόρισσα)
- κυβερνήτης ή ηγεμόνας που η εξουσία του απλώνεται σ' όλον τον κόσμο ή σε μεγάλο μέρος του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κοσμοκράτειρα
- κοσμοκρατορία
- κοσμοκρατορικός
- κοσμοκρατόρισσα
- → δείτε τις λέξεις κόσμος και κράτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοσμοκράτορας
|