μενετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μενετός | η | μενετή | το | μενετό |
γενική | του | μενετού | της | μενετής | του | μενετού |
αιτιατική | τον | μενετό | τη | μενετή | το | μενετό |
κλητική | μενετέ | μενετή | μενετό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μενετοί | οι | μενετές | τα | μενετά |
γενική | των | μενετών | των | μενετών | των | μενετών |
αιτιατική | τους | μενετούς | τις | μενετές | τα | μενετά |
κλητική | μενετοί | μενετές | μενετά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μενετός < αρχαία ελληνική μενετός < μένω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
επεξεργασίαμενετός, -ή, -ό
- που μπορεί να περιμένει
Σημειώσεις
επεξεργασία- χρησιμοποιείται μόνο στη φράση οι καιροί ου μενετοί: πρέπει να δράσουμε χωρίς καθυστέρηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία οι καιροί ου μενετοί
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μενετός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαμενετός, -ή, -όν
- υπομονετικός, καρτερικός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1620
- «μενετοὶ θεοί»
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1620
- που μπορεί να περιμένει
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 142.1
- τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί.
- αλλά στον πόλεμο οι ευκαιρίες δεν περιμένουν.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 142.1
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μενετός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μενετός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.