↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μενετός η μενετή το μενετό
      γενική του μενετού της μενετής του μενετού
    αιτιατική τον μενετό τη μενετή το μενετό
     κλητική μενετέ μενετή μενετό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μενετοί οι μενετές τα μενετά
      γενική των μενετών των μενετών των μενετών
    αιτιατική τους μενετούς τις μενετές τα μενετά
     κλητική μενετοί μενετές μενετά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μενετός < αρχαία ελληνική μενετός < μένω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

μενετός, -ή, -ό

  • που μπορεί να περιμένει

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μενετός μενετή τὸ μενετόν
      γενική τοῦ μενετοῦ τῆς μενετῆς τοῦ μενετοῦ
      δοτική τῷ μενετ τῇ μενετ τῷ μενετ
    αιτιατική τὸν μενετόν τὴν μενετήν τὸ μενετόν
     κλητική ! μενετέ μενετή μενετόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μενετοί αἱ μενεταί τὰ μενετᾰ́
      γενική τῶν μενετῶν τῶν μενετῶν τῶν μενετῶν
      δοτική τοῖς μενετοῖς ταῖς μενεταῖς τοῖς μενετοῖς
    αιτιατική τοὺς μενετούς τὰς μενετᾱ́ς τὰ μενετᾰ́
     κλητική ! μενετοί μενεταί μενετᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μενετώ τὼ μενετᾱ́ τὼ μενετώ
      γεν-δοτ τοῖν μενετοῖν τοῖν μενεταῖν τοῖν μενετοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μενετός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

μενετός, -ή, -όν

  1. υπομονετικός, καρτερικός
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1620
    «μενετοὶ θεοί»
  2. που μπορεί να περιμένει
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 142.1
    τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί.
    αλλά στον πόλεμο οι ευκαιρίες δεν περιμένουν.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Εκφράσεις

επεξεργασία