Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μενετός η μενετή το μενετό
      γενική του μενετού της μενετής του μενετού
    αιτιατική τον μενετό τη μενετή το μενετό
     κλητική μενετέ μενετή μενετό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μενετοί οι μενετές τα μενετά
      γενική των μενετών των μενετών των μενετών
    αιτιατική τους μενετούς τις μενετές τα μενετά
     κλητική μενετοί μενετές μενετά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μενετός < αρχαία ελληνική μενετός < μένω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

μενετός, -ή, -ό

  • που μπορεί να περιμένει

Σημειώσεις επεξεργασία

  • χρησιμοποιείται μόνο στη φράση οι καιροί ου μενετοί: πρέπει να δράσουμε χωρίς καθυστέρηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία