μελιταίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελιταίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Μελιταῖος (μαλτέζικος) < τοπωνύμιο Μελίτη (Μάλτα) + -αῖος
Επίθετο επεξεργασία
μελιταίος -α, -ο
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- μελιταίος πυρετός: (ιατρική, κτηνιατρική) είδος λοιμώδους ασθένειας που μεταδίδεται (ενίοτε με την πόση γάλατος) από τα ζώα στους ανθρώπους
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελιταίος
|