Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μελιταίο

  1. μελιταίος, στην αιτιατική του ενικού

μελιταίο, ουδέτερο του μελιταίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού