μελιταίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμελιταίο
- μελιταίος, στην αιτιατική του ενικού
μελιταίο, ουδέτερο του μελιταίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
μελιταίο
μελιταίο, ουδέτερο του μελιταίος