μελιταίος πυρετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμελιταίος πυρετός αρσενικό
- (ιατρική): πυρετός που συνοδεύει τη βρουκέλλωση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μελιταίος πυρετός
|
μελιταίος πυρετός αρσενικό
|