μαρκαδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρκαδόρος < (άμεσο δάνειο) ισπανική marcador < marcar + -dor < ιταλική marcare < marca < πρωτογερμανική *markō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *marǵ- (άκρη, σύνορο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρκαδόρος αρσενικό
- είδος στυλογράφου που έχει υγρό μελάνι και η άκρη γραφής του αποτελείται από μαλακό απορροφητικό υλικό
- (επάγγελμα) υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τις μάρκες
- ειδικός αυτόματος μηχανισμός που καταγράφει τις στροφές
Συγγενικά επεξεργασία
- μαρκαδοράκι
- → δείτε τη λέξη μάρκα