πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρκαδόρος οι μαρκαδόροι
      γενική του μαρκαδόρου των μαρκαδόρων
    αιτιατική τον μαρκαδόρο τους μαρκαδόρους
     κλητική μαρκαδόρε μαρκαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρκαδόρος αρσενικό

  1. είδος στυλογράφου που έχει υγρό μελάνι και η άκρη γραφής του αποτελείται από μαλακό απορροφητικό υλικό
  2. (επάγγελμα) υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τις μάρκες
  3. ειδικός αυτόματος μηχανισμός που καταγράφει τις στροφές


Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία