marker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
marker | markers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmarker (en)
- ο δείκτης, ένα αντικείμενο ή ένα σημάδι που δείχνει τη θέση κάτι ή πώς είναι
- ⮡ economic markers - δείκτες της οικονομίας
- ⮡ fuel gauge marker - δείκτης στάθμης καυσίμων
- ο μαρκαδόρος, ένα είδος στυλό
- ⮡ I am writing with a marker.
- Γράφω με μαρκαδόρο.
- ≈ συνώνυμα: marker pen
- ⮡ I am writing with a marker.