Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαΐστορας οι μαΐστορες
      γενική του μαΐστορα των μαϊστόρων
    αιτιατική τον μαΐστορα τους μαΐστορες
     κλητική μαΐστορα μαΐστορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαΐστορας < μαΐστωρ < μεσαιωνική ελληνική μαγίστωρ < λατινική magister < magis + -ter < magnus < πρωτοϊταλική *magnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *m̥ǵh₂nós, < *méǵh₂s (μέγας) < *m̥ǵh₂-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαΐστορας αρσενικό

  1. (παρωχημένο, ιστορία) εκκλησιαστικός, πολιτικός ή στρατιωτικός τίτλος ανώτατων βυζαντινών αξιωματούχων
  2. (παρωχημένο, ειδικότερα) τίτλος δασκάλου εκκλησιαστικού χορού / χορωδίας κατά τους βυζαντινούς χρόνους
     συνώνυμα: δομέστικος
  3. (παρωχημένο, ιστορία) βαθύς γνώστης ενός θέματος / πεδίου και (ως εκ τούτου) διδάσκαλος / διδάκτωρ ανωτάτου επιπέδου
    ※ Κατά το δεύτερο μισό τού 12ου—αρχές 13ου αιώνα, ζει στην Κωνσταντινούπολη ο λόγιος Νικηφόρος Χρυσοβέργης, μια ιδιαίτερη πνευματική προσωπικότητα, ο οποίος έφθασε μέχρι το αξίωμα του μαΐστορος των ρητόρων. Η τοποθέτηση στη θέση αυτή —αναγνώριση της ρητορικής του δεινότητας— προϋπέθετε αυτοκρατορική απόφαση. Έτσι ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος όρισε τον Χρυσοβέργη μαΐστορα των ρητόρων στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης, θέση στην οποία παρέμεινε για τουλάχιστον 2,5 χρόνια. (www.kathimerini.gr, 10.11.2020)
  4. (παρωχημένο) ικανός και έμπειρος τεχνίτης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία