↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτεπίλεπτος η λεπτεπίλεπτη το λεπτεπίλεπτο
      γενική του λεπτεπίλεπτου της λεπτεπίλεπτης του λεπτεπίλεπτου
    αιτιατική τον λεπτεπίλεπτο τη λεπτεπίλεπτη το λεπτεπίλεπτο
     κλητική λεπτεπίλεπτε λεπτεπίλεπτη λεπτεπίλεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτεπίλεπτοι οι λεπτεπίλεπτες τα λεπτεπίλεπτα
      γενική των λεπτεπίλεπτων των λεπτεπίλεπτων των λεπτεπίλεπτων
    αιτιατική τους λεπτεπίλεπτους τις λεπτεπίλεπτες τα λεπτεπίλεπτα
     κλητική λεπτεπίλεπτοι λεπτεπίλεπτες λεπτεπίλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτεπίλεπτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή *λεπτεπίλεπτος[1] < λεπτός + ἐπί + λεπτός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.pteˈpi.le.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐πτε‐πί‐λε‐πτος

  Επίθετο

επεξεργασία

λεπτεπίλεπτος, -η, -ο

  1. εξαιρετικά λεπτός και ευαίσθητος στις κακουχίες
    ※  Η Οντρεϊ Χέπμπορν δεν ήταν απλώς μια σταρ του σινεμά αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα της μόδας. Κομψή, λεπτεπίλεπτη, με μια ομορφιά θηλυκή και παιδική ταυτόχρονα, είχε όλα τα προσόντα για να υποστηρίξει τους ρόλους της. (Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 29 Νοεμβρίου 2009)
     συνώνυμα: λεπτοκαμωμένος, ντελικάτος
  2. πολύ εκλεπτυσμένος
    ※  Το «Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας 2009», συμπληρώνει δεκαπέντε δημιουργικά χρόνια και παρουσιάζει το σόλο της Έα Σόλα (Γαλλίδα βιετναμέζικης καταγωγής), που συνδυάζει την ευαίσθητη και λεπτεπίλεπτη κίνηση της Άπω Ανατολής με τη δυναμική αλληγορία της πολιτικής περφόρμανς. (από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 17 Ιουλίου 2009)
     συνώνυμα: ντελικάτος
     αντώνυμα: χοντροκομμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία