λακαταπύγων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλακαταπύγων, -ων, λακατάπυγον (δείτε #σχόλιο για το ουδέτερο στο καταπύγων)
- (επιτατικό επίθετο) που είναι πολύ αισχρός, ιδιαίτερα λάγνος ή ακόλαστος· που έχει τάση προς την παρά φύσιν συνουσία [1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ο Στέφανος Ν. Κουμανούδης, μεταφράζοντας τους Ἀχαρνῆς του Αριστοφάνη (βλ. Αριστοφάνους Αχαρνής, Αθήνα: Τυπογραφείο “Κείμενα”, 1985), αποδίδει τη λέξη ως ξεκωλιάρης. Ο χαρακτηρισμός «δειλὸς καὶ λακαταπύγων» αναφέρεται στον Κλέωνα:
- πρὸς ταῦτα Κλέων καὶ παλαμάσθω
- καὶ πᾶν ἐπ᾽ ἐμοὶ τεκταινέσθω
- τὸ γὰρ εὖ μετ᾽ ἐμοῦ καὶ τὸ δίκαιον
- ξύμμαχον ἔσται, κοὐ μή ποθ᾽ ἁλῶ
- περὶ τὴν πόλιν ὢν ὥσπερ ἐκεῖνος
- δειλὸς καὶ λακαταπύγων
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 659 -664.
Πηγές
επεξεργασία- λακαταπύγων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λακαταπύγων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.