Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κλέων οι Κλέωνες
      γενική του Κλέωνος των Κλεώνων
    αιτιατική τον Κλέωνα τους Κλέωνες
     κλητική Κλέων Κλέωνες
Κατηγορία όπως «Βύρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλέων < αρχαία ελληνική Κλέων < κλέος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkle.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κλέ‐ων

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλέων αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κλέων οἱ Κλέωνες
      γενική τοῦ Κλέωνος τῶν Κλεώνων
      δοτική τῷ Κλέων τοῖς Κλέωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Κλέων τοὺς Κλέωνᾰς
     κλητική ! Κλέων Κλέωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κλέωνε
γεν-δοτ τοῖν  Κλεώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλέων < κλέος + -ων[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλέων αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Κλέων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.