Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτητικότητα οι κτητικότητες
      γενική της κτητικότητας των κτητικοτήτων
    αιτιατική την κτητικότητα τις κτητικότητες
     κλητική κτητικότητα κτητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτητικότητα < κτητικός < αρχαία ελληνική κτητικός < κτάομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κτητικότητα θηλυκό

  • ...ο φθόνος, η επιθετικότητα, η κτητικότητα και ο ανταγωνισμός θα συνεχίσουν για πάντα να υπάρχουν;

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία