κροσάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κροσάρισμα < (κροσάρω) κροσάρισ-α + -μα < αγγλική cross • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακροσάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η πλεύση ενός στενού, διαύλου κ.λπ. στη θάλασσα· το να διασχίζω μια θαλάσσια περιοχή
- (ναυτικός όρος) η διασταύρωση με άλλο σκάφος / πλοίο
- (αγγλισμός, τεχνολογία) ο διαχωρισμός του ακουστικού σήματος σε ομάδες με διαφορετικό εύρος συχνοτήτων (π.χ. υψηλές, μέσες, χαμηλές συχνότητες) (από το αγγλικό: crossover)