Δείτε επίσης: κρασάρω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κροσάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική cross + -άρω

κροσάρω

  1. (ναυτικός όρος) διασχίζω θαλάσσια περιοχή
  2. (ναυτικός όρος) διασταυρώνω την πορεία του σκάφους μου με εκείνη ενός άλλου
  3. (αγγλισμός, τεχνολογία) διαχωρίζω ακουστικό σήμα τουλάχιστον σε δύο ομάδες με διαφορετικό εύρος συχνοτήτων (π.χ. υψηλές και χαμηλές), που στέλνονται σε αντίστοιχα, κατάλληλα μεγάφωνα (από το αγγλικό: (audio) crossover)

Συγγενικά

επεξεργασία