καρδερίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδερίνα < γενοβέζικα carderina[1] [2] [3] / ιταλική cardellino[3] < cardello < υστερολατινική cardellus[3] < λατινική carduelis < carduus (γαϊδουράγκαθο[4]) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kars- (χαράσσω, γδέρνω, τρίβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.ðeˈɾi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐δε‐ρί‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδερίνα θηλυκό
- (πτηνό) στρουθιόμορφο ωδικό αποδημητικό πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών που ζει σε δάση και λιβάδια της Ευρώπης, Βόρειας Αφρικής και Δυτικής Ασίας αλλά και σε κατάσταση αιχμαλωσίας σε κλουβιά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρδερίνα
- ↑ καρδερίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ καρδερίνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ γιατί οι σπόροι του φυτού αυτού είναι αγαπημένο έδεσμα της καρδερίνας