σπίζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπίζα | οι | σπίζες |
γενική | της | σπίζας | των | (σπιζών) |
αιτιατική | τη | σπίζα | τις | σπίζες |
κλητική | σπίζα | σπίζες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπίζα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπίζα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈspi.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπί‐ζα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπίζα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπίζα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σπίζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σπίζα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπίζα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.