↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπίζα οι σπίζες
      γενική της σπίζας των (σπιζών)
    αιτιατική τη σπίζα τις σπίζες
     κλητική σπίζα σπίζες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπίζα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπίζα[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈspi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπί‐ζα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπίζα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα