Δείτε επίσης: καματάρης
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καματερός η καματερή το καματερό
      γενική του καματερού της καματερής του καματερού
    αιτιατική τον καματερό την καματερή το καματερό
     κλητική καματερέ καματερή καματερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καματεροί οι καματερές τα καματερά
      γενική των καματερών των καματερών των καματερών
    αιτιατική τους καματερούς τις καματερές τα καματερά
     κλητική καματεροί καματερές καματερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

καματερός, -ή, -ό (δημοτική)

  1. (παρωχημένο) εργατικός
  2. (παρωχημένο ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη καματερή: καθημερινή, εργάσιμη ημέρα
  3. (παρωχημένο ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη καματερό: το βόδι ή άλλο ζώο που το χρησιμοποιούν για όργωμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία