Δείτε επίσης: καματάρης
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καματερός η καματερή το καματερό
      γενική του καματερού της καματερής του καματερού
    αιτιατική τον καματερό την καματερή το καματερό
     κλητική καματερέ καματερή καματερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καματεροί οι καματερές τα καματερά
      γενική των καματερών των καματερών των καματερών
    αιτιατική τους καματερούς τις καματερές τα καματερά
     κλητική καματεροί καματερές καματερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καματερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καματερός < αρχαία ελληνική καματηρός < κάματος < κάμνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ma.teˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μα‐τε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

καματερός, -ή, -ό (δημοτική)

  1. (παρωχημένο) εργατικός
  2. (παρωχημένο ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καματερή: καθημερινή, εργάσιμη ημέρα
  3. (παρωχημένο ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καματερό: το βόδι ή άλλο ζώο που το χρησιμοποιούν για όργωμα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κάματος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
καματερός, λέξη του 10ου αιώνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καματηρός < κάματος < κάμνω

ζητούμενο λήμμα