Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καματάρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
καματερός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καματάρ
ης
οι
καματάρ
ηδες
γενική
του
καματάρ
η
των
καματάρ
ηδων
αιτιατική
τον
καματάρ
η
τους
καματάρ
ηδες
κλητική
καματάρ
η
καματάρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καματάρης
<
καματεύω
+
-άρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καματάρης
αρσενικό
(
επάγγελμα
,
λογοτεχνικό
) αυτός που
καματεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καματάρης