Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καματεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
καματεύω
<
μεσαιωνική ελληνική
καματεύω
<
κάματος
Ρήμα
επεξεργασία
καματεύω
(
λογοτεχνικό
)
καλλιεργώ
τα
χωράφια
(
κατ’ επέκταση
) (
λογοτεχνικό
)
εργάζομαι
έντονα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καματεύω