καλοβολεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαλοβολεμένος
- που έχει βολευτεί καλά
- που έχει τοποθετηθεί καλά
- που η οικονομική του κατάσταση είναι καλή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλοβολεμένος
|