Δείτε επίσης: Καλαμάκι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαμάκι τα καλαμάκια
      γενική
    αιτιατική το καλαμάκι τα καλαμάκια
     κλητική καλαμάκι καλαμάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαμάκι < καλάμι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική καλάμι(ν) < (ελληνιστική κοινήκαλάμιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική κάλαμος
 
Πλαστικά καλαμάκια.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.laˈma.ci/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λα‐μά‐κι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλαμάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του καλάμι, μικρό καλάμι
  2. (συνήθως πλαστικός) σωλήνας που χρησιμοποιείται για να ρουφήξουμε υγρό σε μικρές ποσότητες
  3. (ιδιωματισμός) ξύλινο λεπτό στέλεχος, μέσα από το οποίο περνιούνται μικρά κομμάτια κρέας για να ψηθούν
     συνώνυμα: σουβλάκι
  4. (ιδιωματισμός, κατ’ επέκταση, γαστρονομία) το σουβλάκι που αποτελείται μόνο από κομμάτια κρέατος ψημένου
    ⮡  ένα καλαμάκι με ψωμί
    ⮡  μία πίτα καλαμάκι και μία με γύρο χωρίς τζατζίκι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία