słomka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | słomka | słomki |
γενική | słomki | słomek |
δοτική | słomce | słomkom |
αιτιατική | słomkę | słomki |
οργανική | słomką | słomkami |
τοπική | słomce | słomkach |
κλητική | słomko | słomki |
Ετυμολογία
επεξεργασίαsłomka < υποκοριστικό του słoma
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsłomka (pl) θηλυκό