πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική słomka słomki
γενική słomki słomek
δοτική słomce słomkom
αιτιατική słom słomki
οργανική słom słomkami
τοπική słomce słomkach
κλητική słomko słomki

  Ετυμολογία

επεξεργασία

słomka < υποκοριστικό του słoma

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈswɔ̃mka/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

słomka (pl) θηλυκό

  1. κομμάτι από άχυρο
  2. το καλαμάκι για υγρά
  3. (οικείο) ελαφρύ τσιγάρο με φίλτρο