καιάδας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καιάδας | οι | καιάδες |
γενική | του | καιάδα | των | καιάδων |
αιτιατική | τον | καιάδα | τους | καιάδες |
κλητική | καιάδα | καιάδες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καιάδας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καιάδας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ceˈa.ðas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : και‐ά‐δας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαιάδας αρσενικό
- (κυριολεκτικά, ιστορία) βάραθρο κοντά στην αρχαία Σπάρτη, όπου οι Σπαρτιάτες έριχναν κάποιες φορές αιχμαλώτους, κακούργους (κατά την παράδοση, και τόπος έκθεσης ανάπηρων μικρών παιδιών
- (μεταφορικά) απόρριψη, εξοβελισμός από κάποιο κοινωνικό σύνολο, έλλειψη αποδοχής
- ※ Υπόθεση όλων οι Καιάδες για τους ανθρώπους με αναπηρίες (* εφημερίδα Αυγή)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- Καιάδας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- καιάδας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καιάδᾱς | οἱ | ...?...αι |
γενική | τοῦ | καιάδου & καιάδα (δωρικός) |
τῶν | καιαδῶν |
δοτική | τῷ | καιάδᾳ | τοῖς | καιάδαις |
αιτιατική | τὸν | καιάδᾱν | τοὺς | καιάδᾱς |
κλητική ὦ! | καιάδᾱ | ...?...αι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καιάδᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καιάδαιν | ||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- καιάδας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καιάδας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.