καθαυτό
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθαυτό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθ' αὑτό < καθ' αὑτόν (αντωνυμία, όχι επίρρημα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.θaˈfto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θαυ‐τό
Επίρρημα
επεξεργασίακαθαυτό
- προϋποθέτει, αποπνέει, επιτείνει, τονίζει ή αναδεικνύει τη γνησιότητα, καθαρότητα κ.λπ. των χαρακτηριστικών του προσδιορισμένου ονοματικού συνόλου
- ⮡ Το εν προκειμένω ζήτημα είναι καθαυτό πολιτικό. (είναι κυρίως πολιτικό)
- (επιθετικοποιημένο)
- ⮡ Δεν είναι αυτή η καθαυτό αιτία, άλλωστε πρόκειται για θέμα πολυσχιδές.
Σημειώσεις
επεξεργασία- Διαφορετικός ο κλιτικός τύπος της οριστικής αντωνυμίας καθαυτό στην αιτιατική ενικού του αρσενικού (αρχαία ελληνική καθαυτόν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καθαυτό
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίακαθαυτό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του καθαυτός → δείτε καθαυτόν
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καθαυτός
Πηγές
επεξεργασία- καθαυτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καθαυτό (& καθαυτού), καθ' αυτόν (& καθ' εαυτόν) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- καθ' (ε)αυτόν - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.