καθαυτό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθαυτό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθ' αὑτό < καθ' αὑτόν (αντωνυμία, όχι επίρρημα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θaˈfto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θαυ‐τό
Επίρρημα επεξεργασία
καθαυτό
- προϋποθέτει, αποπνέει, επιτείνει, τονίζει ή αναδεικνύει τη γνησιότητα, καθαρότητα κ.λπ. των χαρακτηριστικών του προσδιορισμένου ονοματικού συνόλου
- ↪ Το εν προκειμένω ζήτημα είναι καθαυτό πολιτικό. (είναι κυρίως πολιτικό)
- (επιθετικοποιημένο)
- ↪ Δεν είναι αυτή η καθαυτό αιτία, άλλωστε πρόκειται για θέμα πολυσχιδές.
Σημειώσεις επεξεργασία
- συνήθως μπερδεύεται με την οριστική αντωνυμία: καθ᾿ (ε)αυτόν
Συνώνυμα επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθαυτό
Πηγές επεξεργασία
- καθαυτό - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθαυτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.