καθεαυτό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθεαυτό < αρχαία ελληνική καθ’ αὑτό, ἑαυτό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.θe.aˈfto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θε‐αυ‐τό
Επίρρημα
επεξεργασίακαθεαυτό
- άλλη μορφή του καθαυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθεαυτό
|