Ετυμολογία

επεξεργασία
per se < λατινική per se

  Επίρρημα

επεξεργασία

per se

  • καθεαυτού, από μόνο του, ακριβώς, το ίδιο, εγγενώς, στην ουσία, ακριβολογώντας, εξ ορισμού