Ετυμολογία

επεξεργασία
καθ᾿ αὑτόν < καθ᾿ (κατά) + αὑτός (ἑαυτός με κράση)

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

καθ᾿ αὑτόν, -ήν, όν

  • (εμφατικό) αυτός καθ᾿ αυτόν, αυτός ο ίδιος· συντάσσεται με την προσωπική αντωνυμία (αὐτός) μπροστά
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 3, 98
    νῦν ἀπειλοῦσιν αὐτοὶ καθ’ αὑτοὺς ἐμβαλεῖν εἰς τὴν Ἀττικήν
    ※  4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Ἑλένη, 31
    Τὴν μὲν οὖν ἀνδρίαν ἐν τούτοις ἐπεδείξατο τοῖς ἔργοις ἐν οἷς αὐτὸς καθ᾽ αὑτὸν ἐκινδύνευσεν
    Ο Θησέας λοιπόν έδειξε την ανδρεία του στα έργα στα οποία μόνος του εντελώς έπαιξε τη ζωή του κορόνα γράμματα
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία