καθ' αὑτόν
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Σύνδεσμος επεξεργασία
καθ᾿ αὑτόν, -ήν, όν
- (εμφατικό) αυτός καθ᾿ αυτόν, αυτός ο ίδιος· συντάσσεται με την προσωπική αντωνυμία (αὐτός) μπροστά
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 3, 98
- νῦν ἀπειλοῦσιν αὐτοὶ καθ’ αὑτοὺς ἐμβαλεῖν εἰς τὴν Ἀττικήν
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Ἑλένη, 31
- Τὴν μὲν οὖν ἀνδρίαν ἐν τούτοις ἐπεδείξατο τοῖς ἔργοις ἐν οἷς αὐτὸς καθ᾽ αὑτὸν ἐκινδύνευσεν
- Ο Θησέας λοιπόν έδειξε την ανδρεία του στα έργα στα οποία μόνος του εντελώς έπαιξε τη ζωή του κορόνα γράμματα
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 3, 98
Άλλες μορφές επεξεργασία
Απόγονοι επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αὐτὸς καθ' αὑτόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑαυτοῦ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑαυτοῦ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.