ιστολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιστολόγιο | τα | ιστολόγια |
γενική | του | ιστολόγιου & ιστολογίου |
των | ιστολόγιων & ιστολογίων |
αιτιατική | το | ιστολόγιο | τα | ιστολόγια |
κλητική | ιστολόγιο | ιστολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.sto.ˈlo.ɣi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐στο‐λό‐γι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιστολόγιο ουδέτερο
- (πληροφορική, νεολογισμός) διαδικτυακή έκδοση (εφημερίδα, ημερολόγιο, ενημερωτικά δελτία κ.ά.) που αποτελείται από περιοδικά άρθρα, τα οποία συνήθως παρουσιάζονται σε ανάστροφη χρονολογική σειρά, ώστε οι πιο πρόσφατες πληροφορίες να εμφανίζονται πρώτες· πρόκειται για δυναμικές ιστοσελίδες όπου οι χρήστες μπορούν εύκολα και άμεσα να δημοσιοποιήσουν τις σκέψεις τους, τη γνώμη τους ή κάποια πληροφορία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ιστολογικός
- ιστολόγος
- → δείτε τις λέξεις ιστός και λέγω