διαδικτυακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαδικτυακός < διαδίκτυ(ο) + -ακός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝa.ði.kti.aˈkos/ & /ði̯a.ði.kti.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐δι‐κτυ‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαδιαδικτυακός, -ή , -ό
- (νεολογισμός) (διαδίκτυο) που ανήκει, που αναφέρεται ή που σχετίζεται με το διαδίκτυο
- ⮡ διαδικτυακή επικοινωνία
- ⮡ διαδικτυακός τόπος
Εκφράσεις
επεξεργασία- διαδικτυακός χώρος: ο ιστοχώρος