ιστολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιστολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- ο χρήστης ενός ιστολογίου
- ο αρθρογράφος ενός ιστολογίου
- ο διαχειριστής ενός ιστολογίου
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ιστολογία (ιατρική)