Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιστολογικός η ιστολογική το ιστολογικό
      γενική του ιστολογικού της ιστολογικής του ιστολογικού
    αιτιατική τον ιστολογικό την ιστολογική το ιστολογικό
     κλητική ιστολογικέ ιστολογική ιστολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιστολογικοί οι ιστολογικές τα ιστολογικά
      γενική των ιστολογικών των ιστολογικών των ιστολογικών
    αιτιατική τους ιστολογικούς τις ιστολογικές τα ιστολογικά
     κλητική ιστολογικοί ιστολογικές ιστολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική histologique < histologie < αρχαία ελληνική ἱστός (< ἵστημι) + λέγω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.sto.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐στο‐λο‐γι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ιστολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία