ιστολογικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαιστολογικά < ιστολογικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαιστολογικά
- από την πλευρά / άποψη της ιστολογίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιστολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαιστολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιστολογικό