Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /is.tɔ.lɔ.ʒik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
histologique histologiques

histologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό