θεωρητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θεωρητής | οι | θεωρητές |
γενική | του | θεωρητή | των | θεωρητών |
αιτιατική | τον | θεωρητή | τους | θεωρητές |
κλητική | θεωρητή | θεωρητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεωρητής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεωρητής (που επιβλέπει) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική réviseur [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.o.ɾiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ω‐ρη‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεωρητής αρσενικό (θηλυκό θεωρήτρια)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεωρητής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θεωρητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- θεωρητής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θεωρητής | οἱ | θεωρηταί |
γενική | τοῦ | θεωρητοῦ | τῶν | θεωρητῶν |
δοτική | τῷ | θεωρητῇ | τοῖς | θεωρηταῖς |
αιτιατική | τὸν | θεωρητήν | τοὺς | θεωρητᾱ́ς |
κλητική ὦ! | θεωρητᾰ́ | θεωρηταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεωρητᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θεωρηταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- θεωρητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.