ημεδαπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ημεδαπός | η | ημεδαπή | το | ημεδαπό |
γενική | του | ημεδαπού | της | ημεδαπής | του | ημεδαπού |
αιτιατική | τον | ημεδαπό | την | ημεδαπή | το | ημεδαπό |
κλητική | ημεδαπέ | ημεδαπή | ημεδαπό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ημεδαποί | οι | ημεδαπές | τα | ημεδαπά |
γενική | των | ημεδαπών | των | ημεδαπών | των | ημεδαπών |
αιτιατική | τους | ημεδαπούς | τις | ημεδαπές | τα | ημεδαπά |
κλητική | ημεδαποί | ημεδαπές | ημεδαπά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ημεδαπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἡμεδαπός[1] < ἡμε- (< ἡμεῖς) + -δ- + -απός κατά το ἀλλοδαπός [2]
Επίθετο
επεξεργασίαημεδαπός, -ή, -ό
- που κατάγεται από την ίδια χώρα με εκείνη του προσώπου που αναφέρεται σε αυτόν (μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για νομικό πρόσωπο, αναφορικά με την έδρα του)
- ※ Για την ίδια υπόθεση σχηματίσθηκε δικογραφία σε βάρος ενός ημεδαπού συνεργού του, τα στοιχεία του οποίου ταυτοποιήθηκαν, για απάτη από κοινού (ανακοίνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, 23-12-2021: Από το Τμήμα Ασφάλειας Βέροιας συνελήφθη ημεδαπός για απάτη κατ' εξακολούθηση, astynomia.gr, [1])
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε η ημεδαπή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ημεδαπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.