Δείτε επίσης: ἡμεδαπή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημεδαπή οι ημεδαπές
      γενική της ημεδαπής των ημεδαπών
    αιτιατική την ημεδαπή τις ημεδαπές
     κλητική ημεδαπή ημεδαπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημεδαπή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ημεδαπός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.me.ðaˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐με‐δα‐πή
ομόηχο: ημεδαποί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ημεδαπή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ημεδαπή