Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζεστή σοκολάτα οι ζεστές σοκολάτες
      γενική της ζεστής σοκολάτας των ζεστών σοκολατών
    αιτιατική τη ζεστή σοκολάτα τις ζεστές σοκολάτες
     κλητική ζεστή σοκολάτα ζεστές σοκολάτες
Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ποτήρι με ζεστή σοκολάτα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζεστή σοκολάτα < → δείτε τις λέξεις ζεστός και σοκολάτα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zeˈsti so.koˈla.ta/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ζεστή σοκολάτα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία