εσχατόγηρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσχατόγηρος < ελληνιστική κοινή ἐσχατόγηρος / ἐσχατόγηρως / ἐσχατογέρων < αρχαία ελληνική ἔσχατος + γῆρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεσχατόγηρος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- χούφταλο
- γεροκουνενές
- μαθουσάλας
- μπαμπόγερος
- υπέργηρος
- αιωνόβιος
- εσχατόγηρως
- υπερήλικας
- Νέστορας
- μπάρμπας
- γεροντάκι
- γεροντάκος
- κυριούλης
- πρεσβύτης
- παππούς
- παππούλης
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσχατόγηρος