υπέργηρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπέργηρος < αρχαία ελληνική ὑπέργηρως < ὑπέρ- + -γήρως (γῆρας)
Επίθετο
επεξεργασίαυπέργηρος, -η, -ο
- ο υπέργηρος πρόεδρος του συλλόγου παραιτήθηκε από τη θέση του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπέργηρος