Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυριούλης οι κυριούληδες
      γενική του κυριούλη των κυριούληδων
    αιτιατική τον κυριούλη τους κυριούληδες
     κλητική κυριούλη κυριούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυριούλης < κύρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυριούλης αρσενικό

  • χαρακτηρισμός ηλικιωμένου άντρα που δείχνει συμπάθεια ή λύπηση
    είμαστε μετά τον κυριούλη που κρατάει την άσπρη τσάντα

  Μεταφράσεις επεξεργασία